ἀποπλάνα — ἀ̱ποπλάνᾱ , ἀποπλανάω lead astray imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποπλάνᾱ , ἀποπλανάω lead astray pres imperat act 2nd sg ἀποπλάνᾱ , ἀποπλανάω lead astray pres imperat act 2nd sg ἀποπλάνᾱ , ἀποπλανάω lead astray imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλανᾶν — ἀποπλανάω lead astray pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀποπλανάω lead astray pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀποπλανάω lead astray pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀποπλανᾶ̱ν , ἀποπλανάω lead astray pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοφθόρος — παιδοφθόρος, ον (Α) αυτός που αποπλανά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος] … Dictionary of Greek
παλλακή — η (ΑΜ παλλακή) η γυναίκα που συζεί με άνδρα χωρίς νόμιμο γάμο, η παλλακίδα («πολλὰς κουριδίας γυναῑκας, πολλῷ δὲ πλεῡνας παλλακάς», Ηρόδ.) αρχ. πιθ. νεαρή κόρη, κοπέλα, νεανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για σημιτικό… … Dictionary of Greek
αποπλανητής — ο θηλ. ήτρα αυτός που αποπλανά (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)